- ἐμβέβαα
- ἐμβέβᾰα, [full] ἐμβέβᾰσαν, [full] ἐμβεβᾰώς,A v. ἐμβαίνω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐμβεβάασι — ἐμβεβάᾱσι , ἐμβαίνω step in perf ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβεβάασιν — ἐμβεβάᾱσιν , ἐμβαίνω step in perf ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)